- ηλεκτρομετρία
- η электрометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρομετρία — η το σύνολο τών μεθόδων ηλεκτρικών μετρήσεων με χρήση ηλεκτρομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrometry < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + metry (πρβλ. μετρία < μέτρης < μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρομετρία («ηλεκτρομετρικές μελέτες»). επίρρ... ηλεκτρομετρικώς και ά με ηλεκτρομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrometric < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + metric (πρβλ. μετρικός) … Dictionary of Greek